dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
τσαχπίνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kokett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κοκέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kokett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μαργιόλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kokett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σκερτσόζος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kokett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φιλάρεσκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kokett
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
κοκεταρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kokett sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κοκεταρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Koketterie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φιλαρέσκεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Koketterie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μαργιολιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Koketterie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακκίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kokettieren
Ⓦ
Ⓖ
…