dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ζυμώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kneten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μαλάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kneten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μάλαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kneten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kneten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλάθω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kneten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
ζυμώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchkneten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ζυμωτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
knetend
Ⓦ
Ⓖ
…