dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
κολλητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klebend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
αυτοκόλλητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
selbstklebend
Ⓦ
Ⓖ
…