dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προσκολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κόλλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κόλληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kleben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)