dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
φωνακλάς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
keifend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
φωνακλού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
keifende Frau
Ⓦ
Ⓖ
…