dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κακάο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kakao
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
κόκκος κακάο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kakaobohne
Ⓦ
Ⓖ
…