dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γυμνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kahl
Ⓦ
Ⓖ
…
φαλακρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kahl
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
φαλακρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kahl machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αποψιλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kahl schlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
καραφλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kahlkopf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φαλακρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kahlköpfig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καραφλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kahlköpfig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποψίλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kahlschlag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκχέρσωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kahlschlag
Ⓦ
Ⓖ
…