dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χτενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kämmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χτένισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kämmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κτενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kämmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)