dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
ιονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ionisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
ιοντίζουσα ακτινοβολία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ionisierende Strahlung
Ⓦ
Ⓖ
…