dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
διεθνής οικονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
internationale Wirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)