dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ακούω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hören
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
άκουσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hören
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εισακούω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hören
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαθαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hören
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)