dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
οριζόντιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
horizontal
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
οριζοντίως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
horizontal
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
οριζοντίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Horizontale
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οριζόντια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Horizontale
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οριζόντια όψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
horizontale Ansicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οριζόντια σύμπραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
horizontaler Zusammenschluss
Ⓦ
Ⓖ
…