dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ελπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hoffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ευελπιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hoffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)