dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εμποδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hindern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hindern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παρεμποδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hindern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρακωλύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hindern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)