dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herbeiführen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herbeiführen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προξενώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herbeiführen
Ⓦ
Ⓖ
…