dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
καταπληκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
großartig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
επιβλητικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Großartigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μεγαλείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Großartigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…