dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
συνηθίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewohnt sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)