dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
αγιασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geweiht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)