dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ομολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geständig sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προβαίνω σε ομολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geständig sein
Ⓦ
Ⓖ
…