dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
οργίλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gereizt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
εκνευρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gereizt werden
Ⓦ
Ⓖ
…