dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
θιγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gekränkt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
θίγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gekränkt sein
Ⓦ
Ⓖ
…