dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εσκαμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegraben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
εσκαμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgegraben
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
άσκαφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht gegraben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άσκαφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht umgegraben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άσκαφτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht umgegraben
Ⓦ
Ⓖ
…