dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
ολημερίς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ganztägig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ολοήμερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ganztägig
Ⓦ
Ⓖ
…