dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
gün
Εννοούσατε:
Gen
grün
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Gunpowder-Plot
Gunst
Gunstbezeugung
günstig
günstig sein
Günstling