dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
θεμελιώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fundamental
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θεμελιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fundamental
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fundamental
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κεφαλαιώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fundamental
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρωταρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fundamental
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
φονταμενταλιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fundamentalist
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
αξίωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fundamentalsatz
Ⓦ
Ⓖ
…