dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
απολίθωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fossil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
ορυκτά καύσιμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fossiler Brennstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ορυκτό καύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
fossiler Brennstoff
Ⓦ
Ⓖ
…