dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
εμπύρετος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fieberhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πυρετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fieberhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πυρετώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fieberhaft
Ⓦ
Ⓖ
…