dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
δαλτονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
farbenblind
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
αχρωματοψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Farbenblindheit
Ⓦ
Ⓖ
…