dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ευαγγελικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
evangelisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)