dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
επίκτητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erworben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κεκτημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erworben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
κεκτημένο δικαίωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erworbener Anspruch
Ⓦ
Ⓖ
…