dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
συμπληρωματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergänzend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επιπρόσθετος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergänzend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
συμπληρωματική χρηματοδότηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergänzende Finanzierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμπληρωματική ενίσχυση για τα προϊόντα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergänzende produktbezogene Beihilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμπληρωματικός μηχανισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergänzender Mechanismus
Ⓦ
Ⓖ
…