dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αγγλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
englisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
εγγλέζικα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Englisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εγγλέζικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
englisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
αγγλικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Englisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Αγγλική γλώσσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Englisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
μετάφραση αγγλικά-ελληνικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
englisch-griechische Übersetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δάσκαλος αγγλικών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Englischlehrer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δασκάλα αγγλικών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Englischlehrerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αγγλόφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
englischsprachig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αγγλόφωνη Αφρική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
englischsprachiges Afrika
Ⓦ
Ⓖ
…