dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
eke
Εννοούσατε:
Ecke
Ehe
Ekel
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Ekel
Ekel empfinden
ekelerregend
ekelhaft
ekelig
ekeln sich