dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εισαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einstieg
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
επιβίβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einstieg
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
είσοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einstieg
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
έναρξη της επαγγελματικής ζωής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Berufseinstieg
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ένταξη στην αγορά εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Berufseinstieg
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αναχώρησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einstiegs-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
βασικό μοντέλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einstiegsmodell
Ⓦ
Ⓖ
…