dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
έρχομαι σε συμφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einigen sich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einigen sich
Ⓦ
Ⓖ
…