dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einige
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ουκ ολίγοι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einige
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Αντωνυμία
δικό σου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
deinige
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
έρχομαι σε συμφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einigen sich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einigen sich
Ⓦ
Ⓖ
…
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einiger
Ⓦ
Ⓖ
…
οπωσούν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einigermaßen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κάπως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einigermaßen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
έτσι κι έτσι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einigermaßen
Ⓦ
Ⓖ
…
κάποιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einiges
Ⓦ
Ⓖ
…