dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιορκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Meineid leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ψευδορκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Meineid leisten
Ⓦ
Ⓖ
…