dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εξαιρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine Ausnahme machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω μια εξαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine Ausnahme machen
Ⓦ
Ⓖ
…