dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
πιεστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
θερμοπαρακαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringlich bitten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έμφαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eindringlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…