dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εισπνέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einatmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ρουφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einatmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εισπνοή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einatmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω ανάσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einatmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρουφώ αέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einatmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναπνέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einatmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)