dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
αποσταθεροποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
destabilisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αποσταθεροποιητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
destabilisierend
Ⓦ
Ⓖ
…