dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συζητώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
debattieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συζητώ δημόσια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
debattieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
συζητητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Debattierende
Ⓦ
Ⓖ
…