dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χρόνιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
chronisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χρονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
chronisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)