dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανθισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blühend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θαλερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blühend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανθοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blühend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ακμαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blühend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανθηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blühend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)