dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επαιτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betteln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζητιανεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betteln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ψωμοζητώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betteln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακονεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betteln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ικετεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betteln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
ικετεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anbetteln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ικετεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betteln um …
Ⓦ
Ⓖ
…