dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μαγευτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betörend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σαγηνευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betörend
Ⓦ
Ⓖ
…