dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υποστηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behaupten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διατείνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behaupten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ισχυρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behaupten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διατυπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behaupten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αγκωνιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behaupten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ορκίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behaupten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)