dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αιτιολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δικαιολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ιδρύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εδράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)