dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
εντυπωσιασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beeindruckt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
εντυπωσιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beeindruckt sein
Ⓦ
Ⓖ
…