dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
άνευ όρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedingungslos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χωρίς αντιρρήσεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedingungslos
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
άνευ όρων βασικό εισόδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
bedingungsloses Grundeinkommen
Ⓦ
Ⓖ
…